Κύπρος Οινικός Χάρτης

Ο αμπελώνας της Κύπρου

Αν έπρεπε να σας συστήσουμε με δυο λέξεις τον κυπριακό αμπελώνα θα λέγαμε τα εξής: Καλλιέργειες σε μεγάλο υψόμετρο, κυρίως μη αδρευόμενες με αμπέλια σε κυπελλοειδή μορφή για να προστατεύουν τον καρπό από τον άνεμο και την ξηρασία. Ποικιλίες πολύ ιδιαίτερες, με βασικές το λευκό ξυνιστέρι και το ερυθρό μαύρο, από τις οποίες παράγεται η κουμανταρία αλλά και το ερυθρό μαραθεύτικο. Πολύ ενδιαφέρουσες επίσης ανερχόμενες ποικιλίες είναι το Σπούρτικο, το Γιαννούδι, η Μωροκανέλλα και η Λευκάδα από τις οποίες δοκιμάσαμε αξιόλογα και πολλλά υποσχόμενα δείγματα.
Ο αμπελώνας του νησιού εκτείνεται σε 75.000 στρ. H φυλλοξήρα δεν έφτασε ποτέ ως εδώ και οι περισσότεροι αμπελώνες μετρούν πολλά χρόνια στη πλάτη τους. Στο χωριό Κάθικας, πάνω από την Πάφο, είδαμε αμπελοτόπια ηλικίας 100 χρόνων…
Οι έξι από τις 7 αμπελουργικές ζώνες της Κύπρου βρίσκονται στις ορεινές πλαγιές Λεμεσού και Πάφου και η έβδομη στην ορεινή περιοχή της Λευκωσίας. Στο χωριό Κυπερούντα, τα αμπελοτόπια βρίσκονται σε υψόμετρο 1500 μέτρων, κάτι που σημαίνει ότι είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη.
Το έδαφος της οροσειράς της Τροόδου, εκεί όπου γεννιέται το κρασί της Κουμανταρίας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί αποτελείται από ασβεστολιθικά και ηφαιστιογενή πετρώματα. Όχι, δεν υπάρχει ηφαίστειο στο νησί… αλλά ολόκληρη η Κύπρος είναι προϊόν ενός γεωλογικού θαύματος! Εκατομμύρια χρόνια πριν, λόγω σεισμού, οι Ευρασιατικές και Αφρικανικές τεκτονικές πλάκες απομακρύνθηκαν και ένα τεράστιο κενό δημιουργήθηκε μεταξύ τους και γέμισε με λάβα και μάγμα από τον φλοιό της Γης, που στη συνέχεια βγήκε στην επιφάνεια της θάλασσας. Έτσι δημιουργήθηκε η κορυφή της οροσειράς Τροόδου. Η οροσειρά θεωρείται η παγκόσμια Μέκκα των γεωλόγων αφού αποτελεί ουσιαστικά ένα πλήρως διατηρημένο κομμάτι ωκεάνιο φλοιού πάνω στη Γή.

Οι τοπικές ποικιλίες της Κύπρου


Τα τελευταία χρόνια οι Κύπριοι κάνουν στροφή στις τοπικές ποικιλίες, προσπαθώντας να βρουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα τους δώσει ώθηση στη διεθνή αγορά. Η αρχή έγινε όταν ο εκλιπών Άκης Ζαμπάρτας, οινολόγος-οινοποιός με μεγάλο κύρος στο νησί της Κύπρου, κατέγραψε και ταξινόμησε τις γηγενείς ποικιλίες, ως επικεφαλής ενός μεγάλου project της ΚΕΟ. Mελέτησε την συμπεριφορά τους και έδωσε μια νέα ώθηση στην εγχώρια οινοποίηση. Σήμερα, οι πιο φυτεμένες τοπικές ποικιλίες στο νησί είναι το λευκό Ξυνιστέρι το ερυθρό Μαύρο και το ερυθρό Μαραθεύτικο, οι ποικιλίες από τις οποίες παράγεται η ναυαρχίδα του κυπριακού κρασιού, η γλυκιά Κουμανταρία.
Ξυνιστέρι: Λευκή ποικιλία, δίνει ανοιχτόχρωμα κρασιά, με καλή αρωματική ένταση. Δοκιμάσαμε παλαιωμένα εξαιρετικά δείγματα της ποικιλίας -όπως τα Petrides Xynisteri 2007/2008 & ΕΖΟΥΣΑ ΞΥΝΙΣΤΕΡΙ 2008.
Πρωμάρα: Λευκή, σπάνια ποικιλία, με συμπαγείς μεγάλες ρώγες. Αντιστέκεται στη ξηρασία, δίνει οίνους με εξωτικά και λεμονάτα αρώματα
Σπούρτικο: Πρώιμη λευκή ποικιλία, με σύντομο βλαστικό κύκλο. Αραιό τσαμπί, μέτριου μεγέθους, με μεγάλες ράγες. Είναι ουδέτερη αρωματική και το ανθώδες άρωμα που βγάζει στο κρασί οφείλεται στην αλκοολική ζύμωση. Φαίνεται ότι συμβάλλει στην ομαλή ανθοφορία του Μαραθεύτικου.
Μαύρο: Καλύπτει το 60% του κυπριακού αμπελώνα. Μέτριας δυναμικότητας σταφύλι, που δίνει κυρίως κρασιά επιτραπέζιας κατανάλωσης. Ήπια οξύτητα, απαλά αρώματα, ελαφριά γεύση.
Μαραθεύτικο: Ερυθρά ποικιλία που δίνει αρωματικά κρασιά και έχει δυνατότητες παλαίωσης. Έχει μεγάλη δυναμική αλλά προς το παρόν καλύπτει μόνο το 2% του κυπριακού αμπελώνα.
Όφθαλμο: Ερυθρά ποικιλία που καλλιεργείται κυρίως στην αμπελουργική ζώνη Πιτσιλιάς και σε χωριά της Πάφου. Δίνει κρασιά με ανοιχτό χρώμα, χαρακτηριστικό άρωμα και λεπτό σώμα με χαμηλή οξύτητα. Καταναλώνεται φρέσκο.
Λευκάδα: Ερυθρά ποικιλία που δεν είναι γηγενής της Κύπρου αλλά ήρθε πριν λίγες δεκαετίες στο νησί από την Λευκάδα. Τα κρασιά της έχουν βαθύ κόκκινο χρώμα, δυνατό και χαρακτηρισικό άρωμα και κάπως στυφή γεύση, λόγω σκληρών τανινών.
Γιαννούδι: Ερυθρά ποικιλία που αποτελεί τη νέα προοπτική της κυπριακής οινολογίας, είναι όμως φυτεμένο προς το παρόν σε περιορισμένη έκταση. Παρουσιάζει εκπληκτικά χρώματα που συγκρίνονται με ποικιλίες του εξωτερικού και εντυπωσιακή τανική δομή καλής ποιότητας. Αρώματα θάμνων και άγριων μούρων της κυπριακής υπαίθρου. Έχει δυνατότητες παραγωγής πολυδύναμων οίνων.

Η κουμανταρία

Οι λιαστοί οίνοι ήταν παράδοση σε πολλά σημεία της Μεσογείου, αφού οι ντόπιοι εκμεταλλεύονταν τις ευεργετικές ιδιότητες του ήλιου για να παράξουν γλυκά κρασιά. Η Κουμανταρία, ο παραδοσιακός γλυκός οίνος της Κύπρου μπορούμε να πούμε ότι είναι το σήμα κατατεθέν των κρασιών του νησιού. Είναι ένα κρασί με διεθνές κύρος και βιογραφικό σημείωμα που κρατάει από την αρχαιότητα. Ο Όμηρος αλλά και ο Ησίοδος αναφέρονται με κολακευτικά λόγια στο γλυκό κρασί της Κύπρου.
Η διάδοση της κουμανταρίας ξεκίνησε τον μεσαίωνα, όταν το 1192 οι Ναίτες ιππότες αγόρασαν το νησί της Κύπρου από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Το χώρισαν σε διοικητικές επαρχίες, τις λεγόμενες κουμανταρίες. Το στρατηγείο τους ήταν στη κουμανταρία της Λεμεσού που ξεκινούσε από το Κολόσσι και έφτανε στα ορεινά, μέχρι τα σημερινά Κουμανταροχώρια. Σύντομα οι σταυροφόροι ανακάλυψαν και έγιναν λάτρεις του γλυκού τοπικού οίνου, που παράγονταν στην περιοχή. Τον ονόμασαν Οίνο της Κουμανταρίας και άρχισαν να τον εμπορεύονται στη δυτική Ευρώπη. Το ίδιο έκαναν στη συνέχεια και οι Ιωαννίτες ιππότες. Και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία!
Η διαδικασία παραγωγής της παραμένει σχεδόν η ίδια εδώ και εκατοντάδες αιώνες. Τα σταφύλια μένουν στον ήλιο για 10 μέρες περίπου, λιάζονται μέχρι να σταφιδιάσουν και στη συνέχεια μεταφέρονται σε δεξαμενές σταθεροποίησης (οίνος βάσης). Εκεί είτε θα ενδυναμωθεί με αλκοόλ ή όχι, όπως είναι η νέα τάση και αργότερα, θα μεταφερθεί στα οινοποιεία του νησιού, όπου θα παλαιώσει για 2 χρόνια. Οι οίνοι βάσης κουμανταρίας, σύμφωνα με την νομοθεσία μπορούν να παραχθούν μόνο στα 4 οινοποιεία της αμπελουργικής ζώνης Κουμανταρία.